- επίκεντρος
- -η, -ο (Α ἐπίκεντρος, -ον) [κέντρο]αυτός που βρίσκεται πάνω από το κέντρο ή πάνω στο κέντρο ή σε κεντρικό σημείονεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το επίκεντροτο κύριο, το κεντρικό θέμα, το κεντρικό σημείο, ο στόχος («το επίκεντρο τής προσοχής, τής συζητήσεως»)2. γεωλ. «το επίκεντρο τού σεισμού» — το σημείο τής γήινης επιφάνειας που βρίσκεται ακριβώς πάνω και κατακορύφως στο σεισμικό κέντρο απ’ όπου ξεκινούν οι σεισμικές δονήσεις3. μαθημ. «επίκεντρη γωνία» — η γωνία που έχει ως κορυφή το κέντρο ενός κύκλου και ως πλευρές τις ακτίνες τουαρχ.αστρον. αυτός που βρίσκεται σε ένα από τα κύρια σημεία τού ορίζοντα.
Dictionary of Greek. 2013.