επίκεντρος

επίκεντρος
-η, -ο (Α ἐπίκεντρος, -ον) [κέντρο]
αυτός που βρίσκεται πάνω από το κέντρο ή πάνω στο κέντρο ή σε κεντρικό σημείο
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το επίκεντρο
το κύριο, το κεντρικό θέμα, το κεντρικό σημείο, ο στόχος («το επίκεντρο τής προσοχής, τής συζητήσεως»)
2. γεωλ. «το επίκεντρο τού σεισμού» — το σημείο τής γήινης επιφάνειας που βρίσκεται ακριβώς πάνω και κατακορύφως στο σεισμικό κέντρο απ’ όπου ξεκινούν οι σεισμικές δονήσεις
3. μαθημ. «επίκεντρη γωνία» — η γωνία που έχει ως κορυφή το κέντρο ενός κύκλου και ως πλευρές τις ακτίνες του
αρχ.
αστρον. αυτός που βρίσκεται σε ένα από τα κύρια σημεία τού ορίζοντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίκεντρος — occupying a cardinal point masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκεντρος — η, ο 1. που βρίσκεται στο κέντρο, σε κεντρικό τόπο, που βρίσκεται πάνω από το κέντρο. 2. το ουδ. ως ουσ., επίκεντρο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικεντρότερον — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point adverbial comp ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc acc comp sg ἐπίκεντρος occupying a cardinal point neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκεντρον — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc/fem acc sg ἐπίκεντρος occupying a cardinal point neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεντροτέρου — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεντροτέρους — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεντρότεροι — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεντρότερος — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικέντροις — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικέντρου — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”